- κληροπαλής
- κληροπαλής, -ές (Α)αυτός που διανέμεται με κλήρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -παλής (< πάλλω), πρβλ. αει-παλής, εκ-παλής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κληροπαλεῖς — κληροπαλής distributed by shaking the lots masc/fem acc pl κληροπαλής distributed by shaking the lots masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek